Υπερκινητικότητα ή απλά ζωηράδα;
Οι γονείς και οι παιδαγωγοί παιδιών, κυρίως προσχολικής ηλικίας, δυσκολεύονται συχνά να διακρίνουν πότε η συμπεριφορά ενός παιδιού αποκλίνει από την προσδοκώμενη για την ηλικία του και πότε είναι φυσιολογική σε σχέση με το αναπτυξιακό του επίπεδο, ακόμη κι αν είναι ενοχλητική για το περιβάλλον του. Κατά συνέπεια, ενδέχεται να συγχέουν το τυπικώς αναπτυσσόμενο ζωηρό παιδί με το υπερκινητικό παιδί που αντιμετωπίζει ΔΕΠ-Υ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής- Υπερκινητικότητα).
Άλλωστε η ΔΕΠ-Υ αποτελεί την πιο συνήθη αναπτυξιακή διαταραχή της παιδικής ηλικίας. Σύμφωνα με στοιχεία από τη διεθνή αλλά και την ελληνική βιβλιογραφία, περίπου ένα στα τρία παιδιά που παραπέμπονται σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας εκδηλώνει συμπτωματολογία της ΔΕΠ-Υ είτε μεμονωμένα είτε σε συνύπαρξη με ένα ευρύ φάσμα άλλων προβλημάτων (Barkley, 2006c; Κάκουρος και συν., 1995). Το ποσοστό ΔΕΠ-Υ παγκοσμίως προσδιορίζεται στο 5.2% (Polanzyk et al., 2007). Στην Ελλάδα, αναφέρονται ποσοστά μεταξύ 5% έως 11% (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2002β).
Κατά την προσχολική ηλικία, η αυξημένη κινητική δραστηριότητα, η παρορμητική συμπεριφορά και η περιορισμένη διάρκεια συγκέντρωσης της προσοχής θεωρούνται φυσιολογικά αναπτυξιακά χαρακτηριστικά (Egger, Kondo & Angold, 2006). Συνεπώς η υπερκινητικότητα και η διάσπαση προσοχής παρατηρείται ως σύμπτωμα και όχι ως διαταραχή στη πρώτη νηπιακή ηλικία. Για το λόγο αυτό, η διάκριση των ορίων μεταξύ φυσιολογικής ζωηρότητας και ΔΕΠ-Υ είναι αρκετά δύσκολη σε αυτό το αναπτυξιακό στάδιο, καθώς, σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα, μεμονωμένες μορφές συμπεριφοράς που ταξινομούνται ως συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ παρατηρούνται στο 40% των παιδιών προσχολικής ηλικίας (Smidts & Oosterlaan, 2007). Ωστόσο λαμβάνουμε υπόψη μας την υπερκινητικότητα γιατί μπορεί να είναι ένα ανησυχητικό σημάδι που θα πρέπει να το εκτιμήσουμε σωστά.
Τα περισσότερα παιδιά με ΔΕΠ-Υ διαγιγνώσκονται με την είσοδό τους στο δημοτικό σχολείο. Η μέση ηλικία στην οποία διαγιγνώσκεται η ΔΕΠ-Υ είναι η ηλικία των 7 ετών. Παιδιά με ήπια συμπτώματα διαγιγνώσκονται περίπου σε ηλικία 8 ετών ενώ τα παιδιά με σοβαρά συμπτώματα συνήθως έχουν διαγνωστεί πολύ νωρίτερα, σε ηλικία 5 ετών. Δεν υπάρχουν όμως διαγνωστικά κριτήρια για τη διάγνωση ΔΕΠ-Υ σε παιδιά ηλικίας μικρότερης των 4 ετών. Η δε διάγνωση της στην ηλικία των 4 ετών θα πρέπει να γίνει με μεγάλη προσοχή.
Βασικά σημάδια ανησυχίας και προβληματισμού σχετικά με την υπερκινητικότητα και μόνο είναι τα εξής:
- Ικανότητα και βαθμός ελέγχου της κινητικής δραστηριότητας ανάλογα με τις περιστάσεις. Αν για παράδειγμα σηκώνεται μονίμως από την καρέκλα του στην ταβέρνα που κάθεστε ή ακόμα και όταν κάθεται είναι ανήσυχο και αλλάζει θέση διαρκώς. Ένα ζωηρό παιδί είναι σε θέση να ελέγξει την κινητικότητα του σε ικανοποιητικό βαθμό και να τη μειώσει σε περιστάσεις όπου δεν είναι ενδεδειγμένη. Αντιθέτως ένα παιδί με ΔΕΠ-Υ δυσκολεύεται εξαιρετικά να παραμείνει ήσυχο ακόμη και σε περιπτώσεις που γνωρίζει ότι επιβάλλεται.
- Ακόμα και όταν το παιδί τα καταφέρει να μείνει ήσυχο, η διάρκεια της περιορισμένης κινητικότητάς του είναι μικρή. Επιπλέον, όταν παραμένει καθιστό, το παιδί με ΔΕΠ-Υ μπορεί να κουνά χέρια και πόδια ή να στριφογυρίζει στο κάθισμά του, στην προσπάθειά του να ικανοποιήσει την ανάγκη του για κινητικότητα χωρίς να σηκωθεί προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της κατάστασης.
- Μπορεί να καταφέρει να παραμείνει ιδιαίτερα ήσυχο, εφόσον έχει υψηλό κίνητρο για να το κάνει. Σε αυτή την περίπτωση, η ειδοποιός διαφορά με το τυπικώς αναπτυσσόμενο παιδί έγκειται στην υπερβολική προσπάθεια που καταβάλει, με αποτέλεσμα συχνά να κοκκινίζει, να ιδρώνει και γενικά να δυσανασχετεί. Όταν αυτό το διάστημα υποχρεωτικής ακινησίας τελειώσει, συχνά το παιδί με ΔΕΠ-Υ δείχνει να βρίσκεται σε υπερδιέγερση και να εκδηλώνει ασυνήθιστη ένταση στη συμπεριφορά του.
- Αντιμετωπίζουν δυσκολίες αδρής και λεπτής κινητικότητας σε ποσοστό 30% έως 60 % (Fliers et al., 2008). Πιο συγκεκριμένα, συχνά πέφτουν, κάνουν ζημιές και δυσκολεύονται σε δραστηριότητες όπως το ποδήλατο, το κούμπωμα των κουμπιών, η ζωγραφική, το δέσιμο των κορδονιών, ο χειρισμός του ψαλιδιού κ.α. Τα παιδιά που είναι απλώς ζωηρά συνήθως δεν αντιμετωπίζουν τέτοιες δυσκολίες. Αντιθέτως μπορεί να είναι και εξαιρετικά επιδέξια.
- Αυξημένη κινητική δραστηριότητα ακόμα και κατά τη διάρκεια του ύπνου. Διαταραχές τόσο στην ποιότητα όσο και στη διάρκεια του ύπνου έχουν διαπιστωθεί στο 56% των παιδιών με ΔΕΠ-Υ σε σύγκριση με το 23 % των τυπικώς αναπτυσσόμενων παιδιών (Andreou et al., 2003). Τα βασικά στοιχεία που διαφοροποιούν τον ύπνο των παιδιών με ΔΕΠ-Υ είναι η μειωμένη διάρκεια, οι συχνές άπνοιες, οι έντονες κινήσεις των ποδιών και η συχνή αφύπνιση κατά τη διάρκεια της νύχτας (Cohen-Zion &Ancoli- Israel 2004; Cortese et al., 2006).
Η ΔΕΠ-Υ διακρίνεται σε τρεις παράγοντες την υπερκινητικότητα ,τη διάσπαση προσοχής και την παρορμητικότητα. Ένα παιδί λοιπόν μπορεί να παρουσιάζει δυσκολίες σε ένα από τους παραπάνω παράγοντες ή σε όλους. Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλά από αυτά τα συμπτώματα θεωρούνται λογικά και αναμενόμενα σε ένα παιδί και δεν σημαίνει ότι αποδεικνύουν την ύπαρξη ΔΕΠΥ. Η διάγνωση άλλωστε γίνεται σωστά μόνο αν ληφθούν υπ' όψιν πολλοί παράγοντες και ποτέ ένας ή δύο μόνο.
Αν οι γονείς διαπιστώνουν ότι το παιδί τους παρουσιάζει κάποιες ανησυχητικές συμπεριφορές, τότε καλό είναι να απευθυνθούν σε ένα αναπτυξιακό κέντρο, ώστε να γίνει ένας αναπτυξιακός έλεγχος.
Οικονόμου Ελένη
Ειδική Παιδαγωγός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου